εξώνω

εξώνω
έξωσα, εξώστηκα, εξωσμένος, μτβ., βγάζω με δικαστική απόφαση ενοικιαστή από το σπίτι μου ή από άλλο ακίνητο κτήμα μου, κάνω έξωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξώνω — κάνω έξωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”